Κυριακή 3 Ιουλίου 2016

Γιατί Ευρώπη και όχι Τουρκία;

Στις 28 Ιουνίου 2016 γίναμε για μια ακόμη φορά μάρτυρες μιας φρικιαστικής τρομοκρατικής επίθεσης στο μεγαλύτερο αεροδρόμιο της γειτονικής Τουρκίας, Ατατούρκ. Η επίθεση, που συμπεριλάμβανε, πυροβολισμούς και βομβαρδισμούς αποδόθηκε από τις τουρκικές αρχές σε τρεις άντρες, οι οποίοι θεωρήθηκε ότι δρούσαν εκ μέρους του Ισλαμικού Κράτους, χωρίς ωστόσο η ίδια η οργάνωση να αναλάβει επίσημα την ευθύνη. Με το πέρασμα των ημερών είδαμε τον αριθμό τόσο των νεκρών όσο και των τραυματιών να ανεβαίνει, φθάνοντας τελικά το σοκαριστικό νούμερο των 45 (The Straits Times, World (2 July 2016)) και 239 αντίστοιχα.

Η αντίδραση της διεθνούς κοινότητας στο συμβάν υπήρξε θα μπορούσαμε να πούμε τυπική. Τουλάχιστον 80 χώρες, είτε μέσω δηλώσεων είτε μέσω επίσημων δράσεων υπουργών εξωτερικών ή γενικώς κυβερνητικών εκπροσώπων, καταδίκασαν τις επιθέσεις και εξέφρασαν τη συμπόνια και την υποστήριξη τους τόσο ως προς την Τουρκία όσο και ως προς τις οικογένειες των θυμάτων. Παρομοίως το Συμβούλιο της Ευρώπης και η Ευρωπαϊκή Ένωση εξέφρασαν τα συλλυπητήρια και την αλληλεγγύη τους. Την επίθεση ακολούθησε αύξηση των μέτρων ασφαλείας στα μεγαλύτερα αεροδρόμια του δυτικού κόσμου, αναβολή ή τροποποίηση πτήσεων από και προς τον αερολιμένα καθώς και κυβερνητικές αποθαρρύνσεις ταξιδιών προς τη χώρα.

Εκτεταμένα διατυπώθηκε η άποψη ότι η ανταπόκριση της διεθνούς κοινότητας στην επίθεση δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να συγκριθεί με τις αντίστοιχες στις επιθέσεις στο Παρίσι και στις Βρυξέλλες που προηγήθηκαν. Ακόμη και η κάλυψη του γεγονότος από τα media για κάποιους υπήρξε περιορισμένη. Καμία «έκφραση συμπόνιας» από τα κοινωνικά δίκτυα, περιορισμένες φωταγωγήσεις αστικών ορόσημων και σχετικά γρήγορη αποσιώπηση ,η μάλλον κατευνασμός, του γεγονότος είναι ορισμένες μόνο από τις ενδείξεις αποστασιοποίησης του κοινωνικού συνόλου.

Σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς πως η επίθεση στο Ατατούρκ ήταν ηπιότερη από ότι αυτές εντός των ευρωπαϊκών συνόρων.Γιατί ακόμη και να είναι κανείς τόσο ρηχός ώστε να βαθμονομήσει την σοβαρότητα μιας τρομοκρατικής επίθεσης με βάση των αριθμό των ανθρωπίνων απωλειών και όχι με την ανθρώπινη απώλεια καθ’αυτή, ο αριθμός των θυμάτων αν και υπήρξε αισθητά μικρότερος από αυτόν στο Παρίσι (130) παρέμεινε υψηλότερος από τον αντίστοιχο στις Βρυξέλλες (περίπου 30).


Πρέπει, λοιπόν, να αναζητήσουμε αλλού τα αίτια της «μαγκωμένης» κοινωνικής ανταπόκρισης. Σε πρώτη και ίσως σημαντικότερη φάση, και με την προϋπόθεση ότι οι επιθέσεις πράγματι κρύβουν πίσω τους το Ισλαμικό Κράτος, ειδοποιό διαφορά συνιστά η θρησκεία της χώρας που υπέστη το πλήγμα. Διότι για κάποιο αυθαίρετο, κατά τη γνώμη μου, λόγο το να αντιμάχεται το Ισλάμ το ίδιο το Ισλάμ, είναι κάτι που έχει αποτυπωθεί στην συνείδηση μας αν όχι ως αποδεκτό, ως όχι τόσο σοκαριστικό όσο το Ισλάμ να αντιμάχεται το Χριστιανισμό. Και η συνειδητοποίηση αυτή δεν βρίσκει τόπο μόνο στην περίπτωση της Τουρκίας αλλά και στην περίπτωση δεκάδων άλλων ισλαμικών χωρών που μαστίζονται από την τρομοκρατία. Σε δεύτερη φάση, θα ήθελα να θίξω την εξωτερική πολιτική της χώρας. Η Τουρκία ανέκαθεν κατηγορείτο για πολιτική επεκτατισμού. Τόσο η σχέση της με τους γείτονές της (προκλητικός ιμπεριαλισμός στο Αιγαίο), όσο και με εσωτερικές μειονότητες (αντιμαχία-επεμβατικότητα στην περίπτωση των Κούρδων), το κυπριακό ζήτημα, η εκβιαστική της πολιτική απέναντί στην Ευρωπαϊκή Ένωση σχετικά με το θέμα των προσφύγων, καθώς και οι, επιτρέψτε μου την έκφραση, παλικαρισμοί στη σχέση της με την Ρωσία είναι μόνο ορισμένες περιπτώσεις όπου η εκλεγμένη στη Τουρκία κυβέρνηση έχει δείξει ένα πρόσωπο κάτι λιγότερο από εχθρικό σε ανατολή, δύση βορρά και νότο. Τελευταία παρατήρηση και ίσως η πιο άστοχη είναι η χρονική στιγμή του γεγονότος. Μέσα σε μια περίοδο όπου η Δύση βλέπει το όραμα της ενοποίησης της για πρώτη φορά απτά να καταρρέει και τους πιστωτές της να δυσανασχετούν, μια τρομοκρατική επίθεση σε μια χώρα εκτός των συνόρων της αποκτά, προφανώς λανθασμένα, δευτερεύουσα σημασία.

Ποιό είναι το προφανές λάθος στο παραπάνω σκεπτικό; Ότι σε κάθε περίπτωση που έχουμε να κάνουμε με αδικοχαμένες ανθρωπινές ζωές δεν χωράνε περιθώρια μνησικακίας προς μια διαφορετική θρησκεία ή μια επιθετική πολιτική. Για έναν τρομοκράτη η εθνικότητα αποτελεί βαθμό επίδοσης στο δολοφονικό του τεστ . Για αυτόν κάθε μη-ομοϊδεάτης είναι εχθρός προς εξόντωση, γεγονός που αποδεικνύεται και από τον τόπο που επιλέγει να επιτεθεί. Αξίζει να σημειώσουμε ότι από τα 45 θύματα, 22 ήταν τουρκικής καταγωγής, γεγονός που αποδεικνύει ότι πρόκειται για ένα συμβάν όχι αποκλειστικά εθνικής εμβέλειας αλλά παγκόσμιας.

Επιμέλεια: Παναγιώτης Κροντηράς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ονοματεπώνυμο

το σχόλιό σας