Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016

Κάτι που δεν το φοράς, κι όμως σε ζεσταίνει.

Μεγάλωσα σε μια κοινωνία που με έμαθε να τρομάζω κάθε φορά που με πλησίαζε κάποιος συνάνθρωπος που έχρηζε βοηθείας. Θυμάμαι από μικρή τους οδηγούς να αγριοκοιτάζουν ή να επιτίθενται λεκτικά στον αλλοδαπό που πουλούσε χαρτομάντηλα ή έπλενε τζάμια στα φανάρια. Δεν κατάλαβα ποτέ τι ήταν αυτό που τους απειλούσε τόσο, σίγουρα δεν ήταν το χρώμα του, τουλάχιστον όχι μόνο αυτό. Ίσως ένιωθαν πως θέλει να τους πάρει κάτι δικό τους, να βγάλει χρήματα χωρίς να «κοπιάσει», πως δεν εξυπηρετεί κάποια κοινωνική σκοπιμότητα. Θέμα ασφάλειας πάντως δεν ετίθετο. Όχι μέρα μεσημέρι στην παραλιακή ή στη Βουλιαγμένης και με την προστασία μιας υπέρογκης σιδερένιας πανοπλίας.


Όταν μεταπήδησα λοιπόν από τα πίσω καθίσματα στη θέση του οδηγού, άρχισα σιγά σιγά να ξεμπλέκω το μίτο της Αριάδνης πίσω από αυτόν το φόβο που ενώ πάντα μου φαινόταν τόσο παράλογος, έπιανα τον εαυτό μου να τον ενστερνίζεται. Η μόνη πιθανή εξήγηση που μπόρεσα να δώσω είναι ότι πρόκειται για μια μορφή «συλλογικού ασυνείδητου», μιας προκατάληψης βαθιά ριζωμένης στο κεφάλι μου που ενώ η λογική μου την απέρριπτε, το ένστικτό μου την τροφοδοτούσε. Και όντας χρόνια πολέμια οποιασδήποτε προκατάληψης, αποφάσισα πως δεν θα αφήσω το φόβο των άλλων να με προσδιορίζει. Αρνήθηκα κατηγορηματικά να δείχνω οποιαδήποτε δυσαρέσκεια σε έναν συνάνθρωπο που δεν με βλάπτει. Δεν παρερμηνεύω τη φωνή και την αγριάδα ως αποφασιστικότητα. Και όχι, δεν είμαι θύμα. Από πεποίθηση δεν υποστηρίζω την επαιτεία και πάντα ξεκαθαρίζω την πρόθεσή μου.

Με χαμόγελο.

Χτες το απόγευμα η κίνηση ήταν απελπιστική και η απελπισία μου κορυφωνόταν όσο έβλεπα τα λεπτά στο ρολόι να περνούν και την ώρα του ραντεβού μου να πλησιάζει τρομακτικά. Δεν θα έλεγε κανείς πως ήμουν και ο πιο ευχάριστος άνθρωπος εκείνη τη στιγμή. Ένιωθα πως τα φανάρια με πολεμούσαν κι είχαν μπει σε συνεχές mode κόκκινου. Ο ήλιος με χτυπούσε κατευθείαν στο πρόσωπο και με ζάλιζε, παρά το γεγονός ότι φορούσα γυαλιά και είχα κατεβάσει κι εκείνο το μαραφέτι πάνω από το τιμόνι. Και μέσα σε όλη τη δυσφορία μου, βλέπω να με πλησιάζει ένας εξίσου ταλαιπωρημένος τύπος και να θέλει να μου πουλήσει χαρτομάντηλα. «Δεν έχω ψιλά», του λέω.

Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου πέρασε όλη η παραπάνω παράγραφος από το μυαλό μου και ασυναίσθητα του έδωσα κάτι που δεν μου έλειψε αργότερα, κάτι που το χρειαζόμασταν και οι δύο πολύ και που η αξία του δεν μικραίνει όταν το μοιράζεσαι, αλλά αντίθετα, θεριεύει: ένα ειλικρινές, εγκάρδιο χαμόγελο. Μου το επέστρεψε αυτοστιγμεί και ξαφνικά και οι δύο είχαμε ξεχάσει την ταλαιπωρία μας. Ο χρόνος πέρασε δημιουργικά μέχρι που άναψε το πράσινο. Έβαλα πρώτη και ξεκίνησα όσο πιο γρήγορα μπορούσα (το τελευταίο πράγμα που χρειαζόμουν ήταν η κόρνα του από πίσω να χαλάσει αυτήν την υπέροχη στιγμή). Άκουσα ένα χτύπημα στο πίσω παράθυρό μου, κοίταξα από τον καθρέφτη μου και είδα ένα πακέτο χαρτομάντηλα να προσγειώνεται στο κράσπεδο και τον γλυκό αυτόν άνθρωπο να το μαζεύει από κάτω. Είχε προσπαθήσει να το πετάξει και να μπει μέσα από το ανοιχτό μου παράθυρο, με πλήρη επίγνωση ότι δεν θα μπορούσα να του αποδώσω το τίμημα, αλλά δυστυχώς είχα ήδη αναπτύξει ταχύτητα και αστόχησε. Ωστόσο δεν χρειαζόταν αυτή η συμβολική κίνηση για να καταλάβω ότι προσπαθούσε να μου πει ευχαριστώ.


Δεν υποστηρίζω την επαιτεία, θα δώσω τρόφιμα ή ρούχα αλλά είναι συγκεκριμένες οι φορές που θα δώσω χρήματα στο δρόμο. Υποστηρίζω όμως την ανθρωπιά. Αυτός ο άνθρωπος χρειάζεται κάτι περισσότερο από υλική υποστήριξη για να ζει αξιοπρεπώς. Έχει ανάγκη να του πεις κι εσύ, με έναν ευγενικό λόγο, με ένα χαμόγελο, πως δεν αξίζει την καταφρόνια σου επειδή δεν φοράει κοστούμι και δεν ζει όπως εσύ. Πως δεν είναι μίασμα για αυτήν την κοινωνία. Κι όλα αυτά καμιά φορά συνοψίζονται απλώς σε ένα χαμόγελο.

Επιμέλεια: Μαρίνα Καλογεροπούλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ονοματεπώνυμο

το σχόλιό σας