Σάββατο 2 Απριλίου 2016

Ρε και εσύ παιδί ήσουν κάποτε..



‘Συνήθως ξυπνάει στις 7:30, για να προλάβει να πάει σχολείο προτού χτυπήσει το κουδούνι. Αλλά σήμερα κάτι άλλαξε, ακούει θόρυβο στο σπίτι και η ώρα είναι μόλις 6.Μισοανοίγει τα μάτια του και βλέπει τη μαμά του σε κατάσταση πανικού, ο μπαμπάς, της φωνάζει.Και οι 2 δυο τρέχουν πάνω-κάτω στο σπίτι, μαζεύουν ρούχα, κοσμήματα, οτιδήποτε βρίσκουν μπροστά τους.
Η μαμά τότε ξυπνάει την αδερφή του, ενώ παράλληλα κλαίει, από εκείνο το κλάμα το σπαραχτικό, που έχει μέσα του πνιγμένα αναφιλητά. Τι άσχημα που νιώθει όταν ακούει τη μαμά να κλαίει. Σηκώνεται και εκείνος, ρωτάει τι συμβαίνει. Δεν του απαντάει κανείς. Στέκεται ολομόναχος μέσα σε ένα δωμάτιο που πλέον έχει μόνο έπιπλα και περιμένει κάποιον να του εξηγήσει. Ο μπαμπάς του τον πλησιάζει και του λέει πως φεύγουν, δεν γίνεται να μείνουν άλλο εδώ, πάνε σε ένα καλύτερο μέρος γιατί είναι πολύ επικίνδυνα πια. Μα ο μικρός δεν το πιστεύει. Φωνάζει κλαίγοντας ότι δεν θέλει, θα χάσει τους φίλους του αν φύγει. Μετά από 10 λεπτά τελικά φεύγει η οικογένεια. Φτάνουν στο λιμάνι. Γεμάτοι αγωνία και φόβο οι γονείς και η μικρή, μα εκείνος χαμένος, βυθισμένος σε σκέψεις που ξέρει ότι δεν αρμόζουν της ηλικίας του. Είναι μόλις 8 ο μικρός, πριν 2 μήνες τα’κλεισε. Επιβιβάζονται σε ένα πλοίο. Αλλά είναι τόσο μικρό και οι επιβάτες τόσοι πολλοί. Στριμωξίδι;; Ωω καλά.. Έχασε την αναπνοή του ίσα με 9 φορές ενώ έπεφταν πάνω του κάποιοι. Το χειρότερο; Δεν του έδιναν καμία σημασία, αυτό του έκανε εντύπωση. Λες και ο καθένας είχε τον δικό του καημό αλλά ταυτόχρονα ήταν λες και όλοι πονούσαν για το ίδιο πράγμα. Φτάνει η νύχτα. Έχει αρχίσει να πεινάει πολύ, το νιώθει, το γουργουρητό της κοιλιάς του χτυπάει στα αυτιά του. Και δυστυχώς και στα αυτιά της μητέρας του, η οποία νιώθει πιο άσχημα από πριν. Λες και φταίει εκείνη. Βρίσκουν ένα κομματάκι ψωμί. Το μοιράζουν στα 4. Ξεγελούν την πείνα τους μέχρι το πρωί. Έρχεται πάλι βράδυ. Χειρότερο από το προηγούμενο. Δεν είναι πια η πείνα που προβληματίζει. Έχει πολύ κακό καιρό, το πλοίο ταρακουνιέται, μαζί και όσοι είναι επάνω. ΩΧ! Κάποιος πέφτει στη θάλασσα, ουρλιάζει μια κυρία. Τι λέει; Πάει πιο κοντά ο μικρός για να ακούσει..’ΤΟ ΠΑΙΔΙΙ ΜΟΥ,ΤΟ ΠΑΙΔΙΙ ΜΟΥ ΚΑΝΤΕ ΚΑΤΙ ΣΑΣ ΠΑΡΑΚΑΛΩ,ΤΟ ΠΑΙΔΙΙ ΜΟΥ’. Ένιωσε να ξεριζώνεται η καρδιά της, δεν είχε ξανααντικρίσει τέτοια απελπισία. Ρωτάει τη μαμά του τι συνέβη. Τον κουλουριάζει μες την αγκαλιά της και προσπαθεί να τον κοιμίσει. Περνάνε 5 βασανιστικές μέρες μα φτάνουν σε μια γη επιτέλους. Αποβιβάζονται και νιώθουν ευτυχείς. Και ο ίδιος παρόλο που δεν καταλαβαίνει πολλά, αρχίζει να ελπίζει ξανά. Δεν ξέρει γιατί χάθηκε το αίσθημα ελπίδας, ούτε γιατί τώρα το ξανααπέκτησε. Έρχεται αντιμέτωπος με συναισθήματα που το μυαλό του δεν μπορεί να εξηγήσει. Νομίζει πάντως πως φτάσανε επιτέλους στη χώρα που θα μετακομίσουν, και θα βρουν ένα  νέο, μεγάλο σπίτι. Δεν πειράζει που θα αλλάξει σχολείο. Θα κάνει νέες παρέες, θα τα πηγαίνει καλά στα μαθήματα. Αλλά οι μέρες περνάνε. Και εκείνος πεινάει. Και κρυώνει. Και πονάει. Πονάει γιατί περπατάει μέρα νύχτα, πονάει γιατί βλέπει την οικογένειά του να υποφέρει, γιατί θέλει επιτέλους να χώσει το κορμάκι του σε μια ζεστή κουβέρτα και να κοιμηθεί ήσυχα και όχι στο δρόμο. Κάνει κρύο στο δρόμο. Πέρασε μια ολόκληρη βδομάδα. Τα ίδια και χειρότερα. Εντάξει, τώρα πήγαν σε άλλο μέρος αλλά, πολλά άτομα, λίγο φαί, πολλές αρρώστιες. Όλα τα άσχημα ‘πολύ’ και τα όμορφα ‘λίγο’. Τουλάχιστον βρήκε εκεί 5 παιδάκια και παίζουν με μια μπάλα που βρήκαν πεταμένη.


ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ ΚΕΜΑΛ.ΑΥΤΟΣ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΑΛΛΑΖΕΙ ΔΙΑΡΚΩΣ,ΑΛΛΑ ΠΑΕΙ ΠΡΟΣ ΤΟ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ..ΕΙΝΑΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΕΚΕΙΝΟΣ ΠΟΥ ΑΦΗΝΕΙ ΤΑ ‘ΜΩΡΑ΄ΤΟΥ ΝΑ ΠΟΝΑΝΕ.ΣΩΜΑΤΙΚΩΣ.ΨΥΧΙΚΩΣ.ΟΛΙΚΩΣ..ΚΑΙ ΑΥΤΟΣ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΜΕΙΣ..



                                               ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ:Εριφίλη Μηλιώτη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ονοματεπώνυμο

το σχόλιό σας