Δευτέρα 16 Μαΐου 2016

ΤΕΛΙΚΑ ΜΠΟΡΟΥΜΕ Ή ΑΠΛΑ ΔΕΝ ΘΕΛΟΥΜΕ ;


Η υποχώρηση του ΑΕΠ της ελληνικής οικονομίας εξασθένησε στο τελευταίο τρίμηνο του περασμένου έτους, στο 0,8%, κατόπιν πτώσης 1,7% στο αμέσως προηγούμενο τρίμηνο, ενώ στο καταληκτικό τρίμηνο του 2014 σημειώθηκε άνοδός του, κατά 0,9%.20 Ακολούθως, στο σύνολο του 2015, η ύφεση επανάκαμψε στην ελληνική οικονομία μετά την ήπια ανάπτυξη του 2014, ωστόσο η έντασή της ήταν μικρή (-0,3%, έναντι ανάπτυξης κατά 0,7% πρόπερσι).
Αναμφίβολα, η σύναψη της συμφωνίας για ένα νέο χρηματοδοτικό πρόγραμμα από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης στα μέσα του Αυγούστου και η κάμψη (αλλά όχι λήξη) της πολιτικής αβεβαιότητας από τις δεύτερες βουλευτικές εκλογές εντός του 2015, μετά την ολοκλήρωσή τους, άμβλυναν προς το τέλος του τρίτου τριμήνου του προηγούμενου έτους τις ιδιαίτερα δυσμενείς συνθήκες και προσδοκίες που είχαν διαμορφωθεί στην αρχή του, λόγω της διακοπής των διαπραγματεύσεων με τους επίσημους δανειστές, της διεξαγωγής δημοψη- φίσματος, καθώς και της τραπεζικής αργίας και των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων. Επιπλέον, η υλοποίηση στην αρχή του τέταρτου περυσινού τριμήνου ορισμένων εκ των προαπαιτούμενων μέτρων και δράσεων για την πρώτη 20 Όλες οι μεταβολές των στοιχείων στην τρέχουσα υπό-ενότητα είναι σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο ένα έτος νωρίτερα. Τα στοιχεία Εθνικών Λογαριασμών αξιολόγηση της υλοποίησης του νέου μνημονίου (πχ. νόμος 4337/2016, σύμβαση παραχώρησης της διοργάνωσης - διεξαγωγής ιπποδρομιακού στοιχήματος, σύμβαση παραχώρησης 14 περιφερειακών αεροδρομίων) ενίσχυσε τις προσδοκίες για την υλοποίησή του χωρίς σημαντικές καθυστερήσεις και αποκλίσεις. Η άμεση κάλυψη των πολύ χαμηλότερων από ότι είχε εκτιμηθεί στην απόφαση της Συνόδου Κορυφής της Ευρωζώνης της 12ης Ιουλίου 2015 κεφαλαιακών αναγκών των μεγαλύτερων ελληνικών τραπεζών, όπως αυτές προέκυψαν από το stress test της ΕΚΤ, έκαμψε την έντονη ανησυχία για την ευστάθεια του εγχώριου τραπεζικού συστήματος. Υπό την επίδραση αυτών των γεγονότων, η στάση αναμονής κατά τους καλοκαιρινούς μήνες της συντριπτικής πλειονότητας των οικονομικών μονάδων της χώρας έναντι των πολιτικοοικονομικών εξελίξεων, εγκαταλείφθηκε σταδιακά, τουλάχιστον από ένα τμήμα της, επιδιώκοντας την επιστροφή του τρόπου ζωής και των δραστηριοτήτων του τουλάχιστον στα προ του περασμένου Ιουλίου επίπεδα. Οι διαθρωτικές αλλαγές των προηγούμενων ετών στην αγορά εργασίας απέτρεψαν έντονες μεταβολές στην αγορά εργασίας, τόσο στους καλοκαιρινούς μήνες, λόγω των πρωτοφανών πολιτικοοικονομικών εξελί- ξεων, όσο και το φθινόπωρο. Οι άμεσες επιδράσεις της επανεκκίνησης της χρηματοδότησης του ελληνικού αφορούν σε εποχικά διορθωμένα στοιχεία, σε τιμές έτους 2010 κράτους στο ΑΕΠ αποτυπώθηκαν κυρίως στην άνοδο της δημόσιας κατανάλωσης. Η αποκλιμάκωση της υψηλής ανησυχίας αντικατοπτρίστηκε κυρίως στην αύξηση του σχηματισμού πάγιου κεφαλαίου, αν και ο εκτεταμένος περιορισμός των αποθε- μάτων μείωσε το σύνολο των επενδύσεων. Από την άλλη πλευρά, οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων συνέχισαν να επηρεάζουν τις διεθνείς συναλλαγές στο τελευταίο περυσινό τρίμηνο, αφού άλλωστε δεν έγινε περαιτέρω άρση τους σε αυτό το χρονικό διάστημα. Αναλυτικά ως προς τις τάσεις στις επιμέρους συνιστώσες του ΑΕΠ κατά το 2015, η εγχώρια κατανάλωση ήταν οριακά υψηλότερη από ότι το 2014 (+0,2%), στο οποίο σταμάτησε η συνεχής από το 2009 πτώση της. Η άνοδος των καταναλωτικών εξόδων των νοικο- κυριών κατά το αρχικό εξάμηνο του προηγούμενου έτους κατά 1,2%, οδήγησε στη διεύρυνση της κατανάλωσής τους κατά 0,3% στο σύνολό του και κατ' επέκταση στη μικρή διεύρυνση των εγχώριων καταναλωτικών δαπανών. Παρά τη σημαντική ώθηση στη δημόσια κατανάλωση το τελευταίο περυσινό τρίμηνο από τη χρηματοδότηση στο πλαί- σιο της νέας δανειακής σύμβασης (+2,8%), αυτή παρέμεινε ουσιαστικά αμετάβλητη το 2015 (-0,1%), έναντι όμως μείωσής της κατά 2,4% το προηγούμενο έτος. Όπως έχει επισημανθεί σε προηγούμενες τριμηνιαίες εκθέσεις του ΙΟΒΕ, την περιοριστική επίδραση στη δημόσια κατανάλωση από τη μη χρηματο- δότηση του ελληνικού κράτους επί σχεδόν ένα χρόνο (15/08/2014 - 16/07/2015), ανάσχεσαν η μη υλοποίηση των προγραμματισμένων για πέρυσι μεταρ- ρυθμίσεων στο δημόσιο τομέα, αλλά και η ανάκληση από τις αρχές του 2015 περίπου 7.500 απολύσεων των τελευταίων ετών (υπάλληλοι ΕΡΤ, διοικητικοί υπάλληλοι ΑΕΙ-ΤΕΙ, σχολικοί φύλακες, καθαρίστριες του Υπ.Οικ. κ.ά.). Κατόπιν της εκτεταμένης υποχώρησης και στο καταληκτικό περυσινό τρίμηνο, αν σε μικρότερη έκταση από ότι στα δύο προηγούμενα, οι επενδύσεις επέστρε- ψαν το 2015 σε πτωτική τροχιά, μετά την ανακοπή της πολυετούς υποχώ- ρησής τους πρόπερσι. Ωστόσο, η συρρίκνωση των επενδύσεων κατά 13,2%, προήλθε αποκλειστικά από περιορισμό των αποθεμάτων (-2,02 δισεκ.), σε αντίθεση με το 2014, όταν η δημιουργία αποθεμάτων οδήγησε στην αύξησή τους κατά 9,8%. Ο σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου διευρύνθηκε πέ- ρυσι, έστω οριακά, για πρώτη φορά από το 2007, κατά 0,9%. Το τρίτο τρίμηνο ήταν το μοναδικό στο οποίο σημειώθηκε μείωση των ακαθάριστων πάγιων επενδύσεων, με την τάση τους να ξαναγίνεται ανοδική στο αμέσως επόμενο τρίμηνο. Συνεπώς, παρά την υψηλή πολιτική αβεβαιότητα κατά την περίοδο Ιανουαρίου - Ιουλίου πέρυσι, οι επιχειρήσεις αύξησαν τις επενδύσεις τους στο πρώτο εξάμηνο, αλλά και στο σύνολο του περασμένου έτους.
Στο σκέλος του εξωτερικού τομέα της οικονομίας, οι εξαγωγές υποχώρησαν πέρυσι, για πρώτη φορά από το 2011, κατά 3,7%, σε αντίθεση με τη διεύρυνσή τους κατά 7,4% το 2014, άνοδος που ήταν η μεγαλύτερη των τελευταίων εννέα ετών(κυρίως λόγω capital controls). Το σύνολο των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών διαμορφώθηκε πέρυσι 6,9% χαμηλό- τερα από ότι το 2014, στο οποίο σημείωσαν άνοδο για πρώτη φορά μετά από πέντε χρόνια, κατά 7,8%.
Η μεγαλύτερη πτώση των εισαγωγών(σε συνδυασμό με την πτώση της τιμής του πετρελαίου) σε σύγκριση με τις εξαγωγές είχε θετικό αντίκτυπο στο ισοζύγιο του εξωτερικού τομέα σε ενθνικολογιστικούς όρους. Το έλλειμμά του περιορίστηκε κατά 41,2%, στα €2,9 δισεκ. (1,6% του ΑΕΠ), έναντι ελλείμματος €4,9 δισεκ. (2,7%) το 2014.
Η σταδιακή ολοκλήρωση των ευνοϊκών για την απασχόληση εποχικών επιδράσεων της καλοκαιρινής περιόδου, σε συνδυασμό με τις επιπτώσεις στην αγορά εργασίας των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων και της επιδείνωσης των επιχειρηματικών προσ- δοκιών από τα μέτρα για τη νέα δανειακή σύμβαση (ιδίως από την αύξηση του ΦΠΑ), επέφεραν ανάκαμψη της ανεργίας στο τέταρτο περυσινό τρίμηνο, για πρώτη φορά μετά από τρία διαδοχικά τρίμηνα. Ωστόσο, η άνοδός της από το 24,0% στο γ’ τρίμηνο του 2015 στο 24,4% το αμέσως επόμενο θεωρείται ήπια, αφού άλλωστε αυτό το επίπεδο ήταν 1,7 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερο σε σύγκριση με το ίδιο τρίμηνο του 2014. Αυτή η μικρή άνοδος μάλλον αντανακλά τον εξομαλυντικό τρόπο με τον οποίο επιδρούν στις εξελίξεις στην αγορά εργασίας οι διαρθρωτικές αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν σε αυτή τα τελευταία χρόνια. Η περιορισμένη αύξηση της ανεργίας στο καταληκτικό τρίμηνο του 2015 διαμόρφωσε το μέσο επίπεδό της για το προηγούμενο έτος στο 24,9%, 1,6 ποσοστιαία μονάδα χαμηλότερα από ότι πρόπερσι.
Η εξασθένιση της υποχώρησης της καταναλωτικής ζήτησης των νοικοκυριών  στο περασμένο τρίμηνο Οκτωβρίου – Δεκεμβρίου, οι επενέργειες της αύξησης του ΦΠΑ, οι οποίες ολοκληρώθηκαν με την εφαρμογή της στα έξι μεγάλα νησιά από τον Οκτώβριο και το τονωτικό για τις τιμές αποτέλεσμα βάσης από το σχετικά χαμηλό επίπεδο του Γενικού Δείκτη Τιμών Καταναλωτή στο τελευταίο τρίμηνο 2014, περιόρισαν τον αποπληθωρισμό στο ίδιο τρίμηνο του 2015 κάτω από το 1,0% (0,6%), για πρώτη φορά εντός του προηγούμενου έτους. Το συγκεκριμένο επίπεδό του ήταν πολύ χαμηλότερο εκείνου στην αντίστοιχη περίοδο πρόπερσι (1,8%), ενώ διαμόρ- φωσε την υποχώρηση του Γενικού Δείκτη Τιμών Καταναλωτή στο σύνολο της προηγούμενης χρονιάς στο 1,7%, πτώση η οποία ήταν μεγαλύτερη από ότι το 2014 (-1,3%) και η εντυπωσιακότερη τα τελευταία 56 χρόνια!
 Ανακεφαλαιώνοντας, οι ανοδικές τάσεις σε συγκεκριμένες συνιστώσες του ΑΕΠ στο τελευταίο περυσινό τρίμηνο, στη δημόσια κατανάλωση και τον ακαθάριστο σχηματισμό πάγιου κεφαλαίου, αναδεικνύουν τις θετικές επιδράσεις στο οικονομικό περιβάλλον και στη χρηματοδότηση – ροή κεφαλαίων στην ελληνική οικονομία από τη σύναψη μιας νέας δανειακής σύμβασης με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης στο μέσο του τρίτου τριμήνου, καθώς και από τη μικρή χαλάρωση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων κατόπιν και στη διάρκεια του επόμενου τριμήνου, αλλά και τη γρήγορη εκτίμηση - κάλυψη των κεφαλαιακών αναγκών των τραπεζών στην Ελλάδα. Από την άλλη πλευρά, η σταδιακή άρση των capital controls είχε ως αποτέλεσμα την ταχύτερη αποκλιμάκωση της κάμψης στις εισαγωγές, όπως είχε προβλεφθεί στην προηγούμενη έκθεση του ΙΟΒΕ για την ελληνική οικονομία, μετριάζοντας έτσι τη θετική επίδραση του εξωτερικού τομέα στο ΑΕΠ. Επιπλέον, η πλήρης εφαρμογή των προαπαιτούμενων για τη νέα συμφωνία δημοσιονομικών μέτρων στο τέταρτο τρίμηνο του 2015, έπληξε τόσο το διαθέσιμο εισόδημα (περικοπές συντά- ξεων), όσο και την αγοραστική δύναμη (αύξηση ΦΠΑ), διευρύνοντας ελαφρώς την πτώση της κατανάλωσης των νοικοκυριών. Η περαιτέρω χαλάρωση των capital controls και η λήψη νέων δημοσιονομικών μέτρων, προοιωνίζονται συνέχιση και ενίσχυση των τάσεων οι οποίες εκδηλώθηκαν στο ισοζύγιο του εξωτερικού τομέα και την ιδιωτική κατανάλωση κατά το καταληκτικό τρίμηνο του 2015, τουλάχιστον στο πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους. Δεδομένων των περιορισμών στα δημόσια οικονομικά από την επιστροφή σε καθ΄όλο το έτος εφαρμογή ενός προγράμματος φέτος, η δυναμική των επενδύσεων θα είναι ο καθοριστικός παράγοντας της τάσης του ΑΕΠ το 2016ονότερη τουλάχιστον τα τελευταία 56 χρόνια.

Αναφερόμενοι στις μακροοικονομικές προοπτικές, θα μπορούσαμε να
ξεχωρίσουμε τις συνιστώσες του εθνικού προϊόντος. Η κατανάλωση παραμένει ένα πολύ
μεγάλο ποσοστό, μεγαλύτερο ασφαλώς, από αυτό που θα σηματοδοτούσε τη στροφή σε ένα
νέα αναπτυξιακό πρότυπο. Σε κάθε περίπτωση, και με την οικονομία να μην έχει θετική
δυναμική, είναι οι διακυμάνσεις της κατανάλωσης, που βραχυπρόθεσμα και σε μεγάλο βαθμό
καθορίζουν τις εξελίξεις στο εθνικό προϊόν. Ήταν, για παράδειγμα, κυρίως η σταθεροποίηση
των προσδοκιών των νοικοκυριών(καταναλωτική πίστη)  αυτή που οδήγησε στην ανάπτυξη της οικονομίας κατά το
2014 και, με παρόμοιο τρόπο, μια μείωση της αβεβαιότητας θα συντείνει αποφασιστικά στην
θετική στροφή και τώρα. Μεσοπρόθεσμα βέβαια, δυνατότητα ανάπτυξης μέσω αύξησης της
κατανάλωσης δεν υφίσταται – ο κύριος προσδιοριστικός παράγοντας για αυτό θα είναι,
φυσικά, οι επενδύσεις. Αυτές δέχονται περαιτέρω πίεση, κινούμενες σε πολύ χαμηλά
ποσοστά του εισοδήματος, και μόνο μια θετική εξέλιξη εκεί μπορεί να λειτουργήσει ως
καταλύτης για ενδεχόμενες θετικές αναπτυξιακές εξελίξεις. Η συντομότερη και πληρέστερη
ολοκλήρωση της αξιολόγησης, θα συντείνει αποφασιστικά προς αυτή την κατεύθυνση με
πολλούς τρόπους. Αμβλύνοντας τη μακροοικονομική και πολιτική αβεβαιότητα, οδηγώντας σε προοπτική
αύξησης της ζήτησης , αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου προς τους προμηθευτές του , αποκατάσταση ρευστότητας και κεφαλαιακής επάρκειας (κ άρα ταχύτερη άρση των capital controls +Waiver και πακέτο Junker) και μειώνοντας το κόστος χρηματοδότησης.
Τέλος, όσον αφορά το εξωτερικό ισοζύγιο, η διόρθωση που έχει παρατηρηθεί δεν θα είναι βιώσιμη παρά μόνο αν
υπάρξει αποφασιστική και σταθερή αύξηση των εξαγωγών, τόσο στις υπηρεσίες όσο και
κυρίως στα αγαθά. Αλλιώς, η συμπίεση των εισαγωγών θα αντιστραφεί με τα πρώτα σημάδια
ανάπτυξης, και θα αποτελέσει μια αρνητική ροπή στο σύνολο του εισοδήματος και την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Με την επιμήκυνση, πάντως, της περιόδου ακραίας αβεβαιότητας και όσο δεν δρομολογείται
η επιστροφή σε μια ομαλή οικονομική εξέλιξη, δυσχεραίνεται και η δυνατότητα εστίασης
στα δομικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, που ήδη υπήρχαν πριν την κρίση,
οδήγησαν σε αυτή, και χωρίς την αντιμετώπισή τους δεν υπάρχει η δυνατότητα διατηρήσιμης,
και με υψηλούς ρυθμούς, ανάπτυξης στο επόμενο διάστημα. Η αύξηση της συνολικής
παραγωγικότητας και η αποφασιστική μετατόπιση παραγωγικών συντελεστών
προς εξωστρεφείς δραστηριότητες και όχι η προσφυγή σε εργασία και
επιχειρηματικότητα που θα στηρίζεται παρασιτικά στο δημόσιο, είναι το κλειδί για
τον ορισμό της οικονομίας σε νέες βάσεις. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του Justin Murray, οικονομολόγου στο Πανεπιστήμιο του StGallen της Ελβετίας, το 67% των Ελλήνων πολιτών έχει εξάρτηση, κύρια ή δευτερεύουσα, αμέσως ή εμμέσως, των εισοδημάτων του από τις πληρωμές του Κράτους. Επομένως με τέτοια δημογραφικά στοιχεία είναι κατανοητό πως η πολιτική των φοροεπιδρομών, από τις οποίες υποτίθεται, σε πρώτη ανάγνωση, ότι εξαρτώνται οι κρατικές δαπάνες, είναι σχετικά δημοφιλής, και πάντως πολύ δημοφιλέστερη από την εναλλακτική, εκείνη της άμεσης μείωσης των κρατικών δαπανών.
Όμως, αντί να υπάρχει συνολική και συστηματική προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση, η οικονομική πολιτική συχνά φαίνεται να αναλώνεται σε μάχες οπισθοφυλακής
και να ασχολείται με τη διαχείριση της τρέχουσας ζήτησης, και ειδικότερα της κατανάλωσης.
Αυτή η επιλογή, μπορεί να μην βαθαίνει την ύφεση προσωρινά, και να έχει εφήμερα πολιτικά
οφέλη για τους εκάστοτε υπεύθυνους για την εφαρμοζόμενη πολιτική, όμως απομακρύνει τη
χώρα από μια εφικτή θετική πορεία.
Η παρανόηση ότι η οικονομία μπορεί, δήθεν, να αναπτυχθεί όσο δεν μεταρρυθμίζεται και όσο
προφυλάσσει τα εισοδήματα των ομάδων που τα απέκτησαν στο παρελθόν(ισχυρές διανεμητικές συσπειρώσεις του κρατικοδιαιτισμού και του κλαδικού κορπορατισμού της μεταπολίτευσης), και ενίοτε
πετυχαίνουν να τα διατηρήσουν ακόμη και σήμερα, μέσω πολιτικής πίεσης και όχι λόγω της
πραγματικής συνεισφοράς τους στην οικονομία, απομακρύνει την ημερομηνία λήξης της
ελληνικής κρίσης. Έτσι, αντί να δρομολογείται, με όλες τις σχετικές δράσεις, η
απαραίτητη μετάβαση σε μια νέα ισορροπία του οικονομικού συστήματος,
ενισχύεται η αδράνεια. Έτσι ξεχνάμε ότι μέχρι σήμερα αυτό το οικονομικό μοντέλο, με μία υπερβάλλουσα για ευρωπαϊκή χώρα βαρύτητα του κράτους στην οικονομία, όπου οι κρατικές δαπάνες αφορούν το 55% των συνολικών καταναλωτικών δαπανών της οικονομίας, είναι σε μεγάλο βαθμό εξαρτώμενο από εξωτερική χρηματοδότηση, της τάξεως των 10-12 δις Ευρώ ετησίως (περιλαμβανομένων και των ΕΣΠΑ).
 Δεδομένου του μεγέθους της πρόκλησης που η χώρα έχει μπροστά
της, θα ανέμενε κανείς ότι θα υπήρχε γνήσια αναζήτηση λύσεων. Πώς θα κινητοποιηθεί η
δημιουργία νέων και η ενδυνάμωση υπαρχουσών ανταγωνιστικών διεθνώς επιχειρήσεων; Πώς
θα υποστηριχθεί η καινοτομία και η συμμετοχή σε διεθνή εξαγωγικά δίκτυα υψηλής αξίας;
Πώς θα αναπτυχθεί και θα αξιοποιηθεί το ανθρώπινο κεφάλαιο; Πώς θα γίνει περισσότερο
ευχερής η μεταφορά πόρων, κεφαλαίου και εργασίας, από μια δραστηριότητα σε μια πιο
παραγωγική; Πώς θα προστατεύονται ουσιαστικά οι πλέον αδύναμοι στην οικονομία; Αντί,
όμως, να δρομολογούνται λύσεις προς αυτές και άλλες σχετικές κατευθύνσεις, δημιουργείται
συχνά η εντύπωση πως σε ορισμένες περιπτώσεις δεν ακολουθείται καν η βασική οικονομική
λογική – ειδικότερα, πρέπει να είναι σαφές ότι η έξοδος από την κρίση δεν μπορεί να
διέρχεται από την υπερβολική φορολόγηση των παραγωγικών συντελεστών στην
οικονομία, αλλά αντίθετα από τη δημιουργία πλαισίου για την επιβράβευσή τους.
Η προσφυγή στον δημόσιο τομέα, και η επέκταση της σχετικής δραστηριότητας,
μπορεί ίσως να σταθεροποιεί το σύστημα μεσοπρόθεσμα αλλά αντιστρατεύεται τις
πραγματικές προοπτικές ανάπτυξης.
Άρα , η υπερφορολόγηση  δεν είναι λύση. Το μικρό μέγεθος των οικονομικών μονάδων, η φύση των δραστηριοτήτων, που σχετίζεται κατά πλειοψηφία με καταναλωτική εσωστρέφεια, τα χαμηλά ποσοστά κέρδους, η έλλειψη επαρκών κεφαλαίων, κάνει την επιβαλλόμενη φορολογία παραδοσιακά επαχθή, φρένο στην δημιουργία πρωτογενούς κεφαλαιακής συσσώρευσης, ωρολογιακή βόμβα που υπονομεύει την μακροπρόθεσμη επιχειρηματική δράση, αν προστεθούν και τα χρόνια προβλήματα υπερβολικού ρυθμιστικού βάρους, γραφειοκρατίας, διαφθοράς, ανελαστικών εργασιακών σχέσεων που προστίθενται σαν πρόσθετοι βαθμοί δυσκολίας στην ελληνική οικονομική ζωή.
 Η Ελλάδα χρειάζεται ένα επενδυτικό σοκ, της τάξεως των 80 δις Ευρώ για τα επόμενα 5 χρόνια. Πως μπορεί να επιτευχθεί αυτό χωρίς την δημιουργία ενός περιβάλλοντος ανταγωνιστικού, που να δίνει την υπόσχεση μεγάλων κερδών;
Ισχυρίζομαι ότι απαιτείται μία μεγάλη πρωτοβουλία που να αφορά την δραστική μείωση της φορολογίας κατά προτεραιότητα τόσο των κερδών των επιχειρήσεων, όσο και των μερισμάτων, όπως και της εργασίας, με συνακόλουθες μειώσεις σε μη μισθολογικά κόστη όπως για παράδειγμα των εργοδοτικών εισφορών. Για να δημιουργήσει μεγάλο αποτέλεσμα, θα πρέπει οι φόροι των επιχειρήσεων να μειωθούν στο 15%, με στοχευμένες μεγαλύτερες μειώσεις και φοροαπαλλαγές για μεγάλες νέες επενδύσεις, ενώ το νέο φορολογικό περιβάλλον πρέπει να περιλαμβάνει πολυετή εγγύηση σταθερότητας. Για να υπάρξει μεγάλο αποτέλεσμα θα πρέπει να υπάρχει προσανατολισμός για μείωση των φόρων κατά 3% του ΑΕΠ, ή περίπου 5 δις Ευρώ.
Μία τέτοια μεγάλη πρωτοβουλία χρειάζεται να αντικριστεί άμεσα με αντίστοιχου μεγέθους μείωση των κρατικών δαπανών, αφού η Ελλάδα βρίσκεται στον αστερισμό των Μνημονίων και πρέπει να σέβεται σε κάθε βήμα την αρχή των «ισοδυνάμων», ανεξάρτητα από την προσδοκία αύξησης της απόδοσης της φορολογίας από την ανάπτυξη που θα ενεργοποιήσει η τέτοια δραστική μείωση της φορολογίας.
Ίσως δεν είμαστε ακόμη προετοιμασμένοι να συζητήσουμε μία τέτοιας τάξεως μείωση των κρατικών δαπανών. Είναι όμως ακριβώς που αυτό χρειαζόμαστε να κάνουμε αν είναι να δώσουμε ποτέ πίσω την χαμένη αισιοδοξία στην ελληνική κοινωνία.
Η μείωση των κρατικών δαπανών δεν μπορεί να είναι ένα κενό περιεχομένου σύνθημα. Γιατί έτσι ενεργοποιεί τους φόβους και τις αντιστάσεις του συνόλου των σιτιζομένων από το Δημόσιο, που είναι πάρα πολλοί, ακυρώνοντας στην πράξη κάθε σχετική πρόθεση του πολιτικού προσωπικού της χώρας, που ενδιαφέρεται πρωτίστως για τις ψήφους της κοινής γνώμης.
Εκτός από τους ανθρώπους, υπάρχουν και οι αριθμοί.
Η μείωση των κρατικών δαπανών μπορεί να γίνει μόνο στοχευμένα και κατά το δυνατόν ορθολογικά. Δεν έχει κανένα νόημα να ακουμπήσει λειτουργίες του Κράτους που είναι άμεσα ανταποδοτικές και προσφέρουν ένα δίχτυ ασφαλείας στους λιγότερο προνομιούχους. Όσο κακή οργάνωση και αμφίβολη αποτελεσματικότητα και αν έχουν οι κρατικές δομές υγείας, περίθαλψης, εκπαίδευσης, πρόνοιας, ασφάλειας, δεν μπορεί κανείς να περιμένει στα σοβαρά να γίνουν εκεί οικονομίες και μειώσεις κρατικών δαπανών.
Οι τομείς που μπορούν να απασχολήσουν κατά προτεραιότητα ώστε να μειωθούν τα έξοδα του Κράτους είναι:
  • Οι δημόσιοι οργανισμοί. Υπάρχουν διάφορες μετρήσεις και απουσιάζει μία ακριβής καταγραφή, όπως και μία σοβαρή αξιολόγηση του έργου τους. Σύμφωνα με ένα συμβιβαστικό υπολογισμό ανέρχονται σε 1.800, απασχολούν 90.000 υπαλλήλους και στοιχίζουν περίπου 3 δις ετησίως. Μία δραστική τομή θα απαιτούσε να κλείσει το 25%, να συγχωνευτεί το 25%, να ιδιωτικοποιηθούν όσοι είναι δυνατόν. Για τους απολυμένους θα υπήρχε πρόβλεψη για αποζημίωση μισθών 3 ετών στο 70% του βασικού τους μισθού και θα αφορούσε περίπου 35.000 υπαλλήλους, με εξοικονόμηση περίπου 1 δις Ευρώ.
  • Η μείωση κατά 30% όλων των προώρων συντάξεων όσων είναι κάτω των 65 ετών, που σήμερα αφορά 470.000 άτομα με ετήσιο κόστος περίπου 7 δις Ευρώ. Εξοικονόμηση 2 δις Ευρώ.
  • Οι λεγόμενες «αμυντικές δαπάνες». Συντηρούμε ένοπλο και πολιτικό προσωπικό παρόμοιου αριθμού με τον στρατό (επαγγελματικό) της Μεγάλης Βρετανίας, χώρας με εξαπλάσιο πληθυσμό και δεκαπλάσιο ΑΕΠ, ο οποίος μπορεί και κάνει πολεμικές επιχειρήσεις σε τρία μακρινά μέτωπα. Χρειαζόμαστε μία πλήρη ανατροπή που να μας δώσει έναν μικρό αξιόμαχο επαγγελματικό στρατό, αντίστοιχο των σημερινών πραγματικών απειλών που αντιμετωπίζουμε σε συνδυασμό με τις διεθνείς συμμαχίες στις οποίες συμμετέχουμε, ένα νέο καλύτερο αλλά και φθηνότερο σύνολο. Ακόμα και με την σημερινή απαρχαιωμένη δομή έχουμε αποδεχθεί με την συμφωνία του περυσινού Αυγούστου ότι μπορούμε να μειώσουμε κατά 500 εκατομμύρια τις δαπάνες του Υπουργείου Αμύνης. Μία πιο ενεργητική αναδόμηση θα μπορούσε να αποφέρει εξοικονόμηση πόρων 1 δις Ευρώ ετησίως.
  • Ο χωρισμός Εκκλησίας – Κράτους και η διακοπή της μισθοδοσίας των ιερέων της Ορθόδοξης Πίστης θα εξοικονομούσε 200 εκατομμύρια Ευρώ ετησίως.
  • Η οικονομική αυτοτέλεια της Τοπικής Αυτοδιοίκησης με την απόδοση σε αυτήν της ευθύνης της είσπραξης του ΕΝΦΙΑ και της επιβολής άλλων τελών θα εξοικονομούσε ομοίως αρκετά πρόσθετα κονδύλια, ίσως της τάξεως των 300 εκατομμυρίων ετησίως, ενώ θα δημιουργούσε πολλαπλά οφέλη από την ενδυνάμωση της αρχής της επικουρικότητας και το πέρασμα νέων εξουσιών στο τοπικό επίπεδο.
  • Τα υπόλοιπα 500 εκατομμύρια θα αφορούν περικοπές κατά 10% των καταναλωτικών δαπανών των υπουργείων, που σήμερα έχουν ύψος περί τα 5,5 δις Ευρώ.
Είναι τα πράγματα τόσο απλά; Βεβαίως και όχι. Κάθε μία από τις παραπάνω μειώσεις δαπανών προσκρούει σε ισχυρές αντιστάσεις που έχουν να κάνουν με την δομή της ιδιότυπης ελληνικής κρατικής υπόστασης αλλά και κρατιστικου(παρεοκρατικού) καπιταλιστικου(crony capitalism). Οι απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων, ακόμη και αν είναι κλέφτες ή ανίκανοι, είναι το απόλυτο ταμπού, που οικοδομήθηκε από το πελατειακό κράτος διαμέσου δεκαετιών, αφού συνήθως η πρόσληψη στο Δημόσιο ήταν ανταμοιβή κομματικής αφοσίωσης και προσφοράς. Οι πρόωρες συνταξιοδοτήσεις είναι επίσης αμοιβές, των πολύχρονων διεκδικητικών αγώνων του λεγομένου συνδικαλιστικού κινήματος, το οποίο μέχρι σήμερα συνδιοικεί το Κράτος μαζί με τα κόμματα εξουσίας. Οι πολεμικές δε δαπάνες είναι άλλη μία «ιερή αγελάδα», θεμέλιος λίθος του ελληνικού κράτους, όπως αυτό διαμορφώθηκε από την «Μεγάλη Ιδέα» του 19ου και του 20ου αιώνα.

Οι παραπάνω αρχές μπορούν να εξειδικευτούν και σε ορισμένα από τα επιμέρους τρέχοντα.
Στο ασφαλιστικό και δεδομένης της σημασίας της σχετικής δαπάνης στο σύνολο του
εισοδήματος, η λύση δεν μπορεί να μετατίθεται στο μέλλον, ούτε να επιβαρύνει υπέρμετρα
τις επόμενες γενεές και τους σημερινούς φορολογούμενους. Οι σημερινές (κατά το δυνατό)
και ασφαλώς οι μελλοντικές συντάξεις πρέπει να έχουν στενή αναλογικότητα (πέρα από ένα
κοινό ελάχιστο επίπεδο) με το σύνολο των εισφορών κατά τη διάρκεια του εργασιακού βίου.(Για ολοκληρωμένη μεταρρυθμιστική πρόταση για το ασφαλιστικό δείτε ‘’ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΩΡΑ ΜΗΔΕΝ.’’)
Στη φορολογία, πρέπει να υποστηριχθεί η παραγωγή και η δημιουργία εισοδήματος. Μπορεί
να υπάρξει σημαντικός εξορθολογισμός και αύξηση της αποδοτικότητας αν στη φορολογία
εισοδήματος δεν υπάρχει υπέρμετρη αύξηση των συντελεστών με το εισόδημα, σε
συνδυασμό με αφορολόγητα όρια που θα συνδέονται με ηλεκτρονικές πληρωμές, ώστε να
διευθυνθεί η φορολογική βάση. Επίσης, ευεργετική θα ήταν η δέσμευση για μη αύξηση των
επιβαρύνσεων σε φυσικά και νομικά πρόσωπα για ένα μελλοντικό διάστημα, και οι όποιες
προσαρμογές ενδέχεται να χρειαστούν να γίνονται στην πλευρά των δημόσιων δαπανών(Γεγονός που αντικατοπτρίζεται στη θεσμοθέτηση του αυτόματου κόφτη δαπανών). Στα μη εξυπηρετούμενα ιδιωτικά δάνεια, η απελευθέρωση πόρων για νέες επενδύσεις είναι η
κύρια και επείγουσα προτεραιότητα. Η δημιουργία του ταμείου για τη δημόσια περιουσία
έχει καθυστερήσει υπερβολικά. Η δυνατότητα σημαντικής ανάπτυξης της αξίας των
περιουσιακών στοιχείων σε εύλογο βάθος χρόνου το καθιστούν και το κατάλληλο όχημα για
την προσέλκυση ιδιωτικών κεφαλαίων μεσοπρόθεσμα. Όσον αφορά στο δημόσιο χρέος, η
χώρα δικαιούται και οφείλει να διεκδικήσει από τους εταίρους και πιστωτές ρύθμιση ώστε,
πιθανότατα με προσαρμογή των επιτοκίων, το κόστος εξυπηρέτησης να μην επιβαρύνει τα
δημόσια οικονομικά πέρα από ένα ελάχιστο συμφωνηθέν για το ορατό μέλλον.[Ωστόσο,θα πρέπει να τονιστεί ότι το δημόσιο χρέος δεν είναι το μεγαλύτερο δομικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας(χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει πως είναι και μεσοπρόθεσμα βιώσιμο).Όμως,επιμένω πως η Ελλάδα έχει από τα μικρότερα κόστη εξυπηρέτησης χρέους στον κρατικό της προϋπολογισμό και πως οι όποιες παραμετρικές αλλαγές στο δημόσιο χρέος δεν συνιστούν πανάκεια.Άλλωστε, η Ελλάς δε πρόκειται να δανείζεται αενάως με τα μηδενικά επιτόκια του ESM και τους λοιπούς ευνοικούς της όρους.Κάποια στιγμή θα επιστρέψει στις αγορές όπου θα δανείζεται με υψηλότερο επιτόκιο.Άρα, η μακροοικονομικά καταστροφική επιλογή της υπερφορολόγησης δεν ‘’ισοφαρίζεται’’ από την βελτιστοποίηση του πλαισίου αποπληρωμής του δημοσίου χρέους.]
Τα παραπάνω μπορούν και πρέπει να εξειδικευθούν περαιτέρω στο πλαίσιο ενός
μεσοπρόθεσμου αναπτυξιακού σχεδίου και προτύπου, το οποίο μάλιστα, σύμφωνα με τη
συμφωνία του Ιουλίου θα έπρεπε να είχε οριστικοποιηθεί ήδη (εντός του Μαρτίου).
Είναι αλήθεια ότι από όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής περιφέρειας που βρέθηκαν
σε ανάγκη προγράμματος προσαρμογής κατά την πρόσφατη και τρέχουσα κρίση,
η Ελλάδα είχε να αντιμετωπίσει τον πλέον ανηφορικό και περίπλοκο δρόμο. Εν
μέρει, αυτό ήταν λόγω του υψηλού συσσωρευμένου χρέους, στοιχείο που ενέτεινε την
αβεβαιότητα και καθυστέρηση της εύρεσης λύσης. Κυρίως όμως λόγω των δομικών
στρεβλώσεων. Η εισροή κεφαλαίων που ενισχύθηκε με την είσοδο στην ευρωζώνη από την
αρχή της δεκαετίας του 2000, δεν μεταφράστηκε σε αύξηση της ανταγωνιστικότητας(ενδεικτικό το δυσθεώρητο έλλειμμα στο εμπορικό της ισοζύγιο), αλλά
σε μεγάλο βαθμό χρησιμοποιήθηκε ώστε να ενδυναμώσει ήδη στρεβλές και εσωστρεφείς
δομές. Ως αποτέλεσμα, οι απαραίτητες προσαρμογές για την ελληνική οικονομία ήταν και
παραμένουν σημαντικές. Ενώ, λοιπόν, έχει γίνει αξιοσημείωτη πρόοδος σε μια σειρά από
τομείς, η συνολική έλλειψη συναίνεσης και μη ορατότητα ενός αξιόπιστου στόχου, αύξησε το
βαθμό δυσκολίας, βαθαίνοντας και επιμηκύνοντας την κρίση υπέρμετρα. Η πορεία
αντιστροφής θα αρχίσει, και συνακόλουθα η αβεβαιότητα θα αρχίσει να μειώνεται δραστικά,
μόνο όταν αποκτήσει χαρακτηριστικά αξιοπιστίας η εφαρμοζόμενη πολιτική, χαρακτηριστικό
στο οποία υπήρξε διαχρονικά έλλειμμα.
Ως προς την αξιοπιστία, ας τονιστεί ότι ένα κεντρικό στοιχείο της είναι ότι η
οικονομική πολιτική δεν μπορεί να αντιμάχεται στην πράξη αλλά και στα
επιμέρους, τους σκοπούς που υποτίθεται ότι ονομαστικά υπηρετεί. Από την
κατασκευή του το Ευρώ αποτελεί ένα ακριβό νόμισμα, εντός του οποίου οικονομίες χαμηλής
παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας δεν θα επωφελούνται από την αξία του, αλλά
συστηματικά θα αντιμετωπίζουν δυσχέρειες. Άρα, όσο είναι αληθές ότι απαιτείται σε
ευρωπαϊκό επίπεδο να ενδυναμωθούν οι θεσμοί και να προχωρήσει η εμβάθυνση
της οικονομικής ένωσης, άλλο τόσο είναι αυτονόητο ότι οικονομίες σαν την
ελληνική δεν έχουν την πολυτέλεια να μην προχωρούν σε μεταρρυθμιστικές
πολιτικές που ενισχύουν την παραγωγικότητά τους και διευκολύνουν την πραγματική
σύγκλιση με το κέντρο της ένωσης. Σχετικά, η ελληνική οικονομία έχει σημαντικότατα μη
αξιοποιούμενα πλεονεκτήματα και δυνατότητες που, υπό συνθήκες, μπορούν πράγματι να
οδηγήσουν σε πολύ υψηλότερη ανάπτυξη από ότι σε άλλες οικονομίες της ευρωζώνης.

 Επιμέλεια: Μιχάλης Πλατανιώτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ονοματεπώνυμο

το σχόλιό σας